χάλκινοι

χάλκινοι
χάλκινος
of bronze
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… …   Dictionary of Greek

  • άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάδελτος — Το γραπτό κείμενο που προέκυψε από την κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου σε δώδεκα πίνακες (δέλτους), η οποία έγινε το 451 π.Χ. Η Δ. δημιουργήθηκε με στόχο να αποτελέσει δίκαιο όλων των Ρωμαίων και η κατάρτισή της οφείλεται στις διαμάχες… …   Dictionary of Greek

  • κύρβεις — Ξύλινοι πίνακες πάνω στους οποίους ήταν γραμμένοι οι νόμοι του Σόλωνα. Ήταν συνολικά τέσσερις, καθένας από τους οποίους στηριζόταν σε κεντρικό άξονα σχηματίζοντας παραλληλόγραμμο. Έτσι, όποιος ήθελε, διάβαζε τους νόμους, γυρίζοντας απλώς τον… …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …   Dictionary of Greek

  • Ζάκρος, Κάτω — Οικισμός (24 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάνου. Στη θέση του οικισμού, στη μέση περίπου της ανατολικής ακτής της Κρήτης, υπήρχε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού και το τέταρτο σε μέγεθος κρητικό …   Dictionary of Greek

  • Θευγένης — (Θάσος 500; π.Χ. – ;). Αθλητής. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του τον είχε αποκτήσει με τον Θάσιο Ηρακλή, ο οποίος είχε πάρει τη μορφή του ιερέα Τιμόξενου, γεγονός με το οποίο οι σύγχρονοί του εξηγούσαν την εκπληκτική δύναμή του και, γενικά,… …   Dictionary of Greek

  • Μαϊτάνι, Λορέντζο — (Lorenzo Maitani, Σιένα 1275; – Ορβιέτο 1330). Ιταλός αρχιτέκτονας και γλύπτης. Στις αρχές του 14ου αι. συγκαταλεγόταν στους τεχνίτες που εργάστηκαν στον καθεδρικό ναό της Σιένα· το 1308 έλαβε μέρος στις εργασίες αποπεράτωσης του καθεδρικού ναού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”